- συνολισθάνω
- και συνολισθαίνω Α1. γλιστρώ και πέφτω μαζί2. γλιστρώ μαζί με αυτό πάνω στο οποίο βρίσκομαι («συνολισθαίνει διὰ τῆς ἕδρας», Διόσκ.)3. μτφ. παρασύρομαι μαζί με κάποιον («οὐ δεῑ συνολισθαίνειν αὐτοῑς παραβαίνουσιν», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὀλισθαίνω / ὀλισθάνω «κυλίομαι, γλιστρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.